Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
View word page
διανίζω
wash out
ShortDef
wash out
Debugging
Headword:
διανίζω
Headword (normalized):
διανίζω
Headword (normalized/stripped):
διανιζω
IDX:
21580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21581
Key:
Data
{'content': 'wash out'}