Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
View word page
διανιάομαι
grieve sorely

ShortDef

grieve sorely

Debugging

Headword:
διανιάομαι
Headword (normalized):
διανιάομαι
Headword (normalized/stripped):
διανιαομαι
IDX:
21579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21580
Key:

Data

{'content': 'grieve sorely'}