Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
View word page
διανθίζω
to adorn with flowers

ShortDef

to adorn with flowers

Debugging

Headword:
διανθίζω
Headword (normalized):
διανθίζω
Headword (normalized/stripped):
διανθιζω
IDX:
21578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21579
Key:

Data

{'content': 'to adorn with flowers'}