Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέομαι
View word page
διανθέω
flower again

ShortDef

flower again

Debugging

Headword:
διανθέω
Headword (normalized):
διανθέω
Headword (normalized/stripped):
διανθεω
IDX:
21576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21577
Key:

Data

{'content': 'flower again'}