Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διανίσομαι
View word page
διανηστεύω
remain fasting
ShortDef
remain fasting
Debugging
Headword:
διανηστεύω
Headword (normalized):
διανηστεύω
Headword (normalized/stripped):
διανηστευω
IDX:
21572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21573
Key:
Data
{'content': 'remain fasting'}