Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
View word page
διάνηξις
swimming through
ShortDef
swimming through
Debugging
Headword:
διάνηξις
Headword (normalized):
διάνηξις
Headword (normalized/stripped):
διανηξις
IDX:
21571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21572
Key:
Data
{'content': 'swimming through'}