Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
View word page
διάνημα
that which is spun, a thread

ShortDef

that which is spun, a thread

Debugging

Headword:
διάνημα
Headword (normalized):
διάνημα
Headword (normalized/stripped):
διανημα
IDX:
21570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21571
Key:

Data

{'content': 'that which is spun, a thread'}