Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
View word page
διανέω
to swim across
ShortDef
to swim across
Debugging
Headword:
διανέω
Headword (normalized):
διανέω
Headword (normalized/stripped):
διανεω
IDX:
21568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21569
Key:
Data
{'content': 'to swim across'}