Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
View word page
διανέομαι
to go through
ShortDef
to go through
Debugging
Headword:
διανέομαι
Headword (normalized):
διανέομαι
Headword (normalized/stripped):
διανεομαι
IDX:
21565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21566
Key:
Data
{'content': 'to go through'}