Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
View word page
διανέμω
to distribute, apportion

ShortDef

to distribute, apportion

Debugging

Headword:
διανέμω
Headword (normalized):
διανέμω
Headword (normalized/stripped):
διανεμω
IDX:
21563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21564
Key:

Data

{'content': 'to distribute, apportion'}