Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
διανήθω
View word page
διανεμητέος
one must distribute

ShortDef

one must distribute

Debugging

Headword:
διανεμητέος
Headword (normalized):
διανεμητέος
Headword (normalized/stripped):
διανεμητεος
IDX:
21559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21560
Key:

Data

{'content': 'one must distribute'}