Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
διανέω
View word page
διανεμητέον
one must distribute

ShortDef

one must distribute

Debugging

Headword:
διανεμητέον
Headword (normalized):
διανεμητέον
Headword (normalized/stripped):
διανεμητεον
IDX:
21558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21559
Key:

Data

{'content': 'one must distribute'}