Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανέομαι
διάνευμα
διανεύω
View word page
διανέμησις
a distribution

ShortDef

a distribution

Debugging

Headword:
διανέμησις
Headword (normalized):
διανέμησις
Headword (normalized/stripped):
διανεμησις
IDX:
21557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21558
Key:

Data

{'content': 'a distribution'}