Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
View word page
διανάω
to flow through, percolate
ShortDef
to flow through, percolate
Debugging
Headword:
διανάω
Headword (normalized):
διανάω
Headword (normalized/stripped):
διαναω
IDX:
21554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21555
Key:
Data
{'content': 'to flow through, percolate'}