Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητέος
διανεμητής
διανεμητικός
View word page
διαναστρέφομαι
to be distorted, roll

ShortDef

to be distorted, roll

Debugging

Headword:
διαναστρέφομαι
Headword (normalized):
διαναστρέφομαι
Headword (normalized/stripped):
διαναστρεφομαι
IDX:
21551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21552
Key:

Data

{'content': 'to be distorted, roll'}