Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
διανδραγαθέω
View word page
διαναρκάω
grow stiff

ShortDef

grow stiff

Debugging

Headword:
διαναρκάω
Headword (normalized):
διαναρκάω
Headword (normalized/stripped):
διαναρκαω
IDX:
21546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21547
Key:

Data

{'content': 'grow stiff'}