Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διάνδιχα
View word page
διαναπνοή
breathing through

ShortDef

breathing through

Debugging

Headword:
διαναπνοή
Headword (normalized):
διαναπνοή
Headword (normalized/stripped):
διαναπνοη
IDX:
21545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21546
Key:

Data

{'content': 'breathing through'}