Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
View word page
διαναπαύω
allow to rest awhile

ShortDef

allow to rest awhile

Debugging

Headword:
διαναπαύω
Headword (normalized):
διαναπαύω
Headword (normalized/stripped):
διαναπαυω
IDX:
21544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21545
Key:

Data

{'content': 'allow to rest awhile'}