Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
View word page
διανάπαυμα
intermission

ShortDef

intermission

Debugging

Headword:
διανάπαυμα
Headword (normalized):
διανάπαυμα
Headword (normalized/stripped):
διαναπαυμα
IDX:
21542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21543
Key:

Data

{'content': 'intermission'}