Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
View word page
διαναλίσκω
consume

ShortDef

consume

Debugging

Headword:
διαναλίσκω
Headword (normalized):
διαναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
διαναλισκω
IDX:
21541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21542
Key:

Data

{'content': 'consume'}