Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διανάσσω
διανάστασις
View word page
διανακόπτω
pound up
ShortDef
pound up
Debugging
Headword:
διανακόπτω
Headword (normalized):
διανακόπτω
Headword (normalized/stripped):
διανακοπτω
IDX:
21539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21540
Key:
Data
{'content': 'pound up'}