Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
View word page
διανάγω
bring back into its place

ShortDef

bring back into its place

Debugging

Headword:
διανάγω
Headword (normalized):
διανάγω
Headword (normalized/stripped):
διαναγω
IDX:
21537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21538
Key:

Data

{'content': 'bring back into its place'}