Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
View word page
διαναγκάζω
drill, train
ShortDef
drill, train
Debugging
Headword:
διαναγκάζω
Headword (normalized):
διαναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
διαναγκαζω
IDX:
21534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21535
Key:
Data
{'content': 'drill, train'}