Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
View word page
διαναβολή
postponement, delay

ShortDef

postponement, delay

Debugging

Headword:
διαναβολή
Headword (normalized):
διαναβολή
Headword (normalized/stripped):
διαναβολη
IDX:
21532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21533
Key:

Data

{'content': 'postponement, delay'}