Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
View word page
διαναβάλλω
delay, procrastinate

ShortDef

delay, procrastinate

Debugging

Headword:
διαναβάλλω
Headword (normalized):
διαναβάλλω
Headword (normalized/stripped):
διαναβαλλω
IDX:
21531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21532
Key:

Data

{'content': 'delay, procrastinate'}