Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακλάομαι
View word page
διαμωκάομαι
mock

ShortDef

mock

Debugging

Headword:
διαμωκάομαι
Headword (normalized):
διαμωκάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμωκαομαι
IDX:
21528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21529
Key:

Data

{'content': 'mock'}