Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
View word page
διαμφιβάλλω
doubt

ShortDef

doubt

Debugging

Headword:
διαμφιβάλλω
Headword (normalized):
διαμφιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
διαμφιβαλλω
IDX:
21521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21522
Key:

Data

{'content': 'doubt'}