Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
View word page
διαμύσσω
stimulate
ShortDef
stimulate
Debugging
Headword:
διαμύσσω
Headword (normalized):
διαμύσσω
Headword (normalized/stripped):
διαμυσσω
IDX:
21520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21521
Key:
Data
{'content': 'stimulate'}