Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
View word page
διαμυλλαίνω
to make mouths
ShortDef
to make mouths
Debugging
Headword:
διαμυλλαίνω
Headword (normalized):
διαμυλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαμυλλαινω
IDX:
21519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21520
Key:
Data
{'content': 'to make mouths'}