Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμπάξ
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
View word page
διαμυκτηρίζω
sneer at, mock thoroughly

ShortDef

sneer at, mock thoroughly

Debugging

Headword:
διαμυκτηρίζω
Headword (normalized):
διαμυκτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμυκτηριζω
IDX:
21518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21519
Key:

Data

{'content': 'sneer at, mock thoroughly'}