Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
View word page
διαμυδάω
become fungoid

ShortDef

become fungoid

Debugging

Headword:
διαμυδάω
Headword (normalized):
διαμυδάω
Headword (normalized/stripped):
διαμυδαω
IDX:
21514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21515
Key:

Data

{'content': 'become fungoid'}