Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
View word page
διαμυδαλέος
drenching

ShortDef

drenching

Debugging

Headword:
διαμυδαλέος
Headword (normalized):
διαμυδαλέος
Headword (normalized/stripped):
διαμυδαλεος
IDX:
21513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21514
Key:

Data

{'content': 'drenching'}