Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
View word page
διαμυδαίνω
putrefy

ShortDef

putrefy

Debugging

Headword:
διαμυδαίνω
Headword (normalized):
διαμυδαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαμυδαινω
IDX:
21512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21513
Key:

Data

{'content': 'putrefy'}