Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφιβάλλω
View word page
διαμπερής
piercing

ShortDef

piercing

Debugging

Headword:
διαμπερής
Headword (normalized):
διαμπερής
Headword (normalized/stripped):
διαμπερης
IDX:
21511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21512
Key:

Data

{'content': 'piercing'}