Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
View word page
διαμοτόω
put lint into

ShortDef

put lint into

Debugging

Headword:
διαμοτόω
Headword (normalized):
διαμοτόω
Headword (normalized/stripped):
διαμοτοω
IDX:
21507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21508
Key:

Data

{'content': 'put lint into'}