Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπερές
View word page
διαμονομαχέω
fight a single combat

ShortDef

fight a single combat

Debugging

Headword:
διαμονομαχέω
Headword (normalized):
διαμονομαχέω
Headword (normalized/stripped):
διαμονομαχεω
IDX:
21499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21500
Key:

Data

{'content': 'fight a single combat'}