Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
View word page
διαμόνιμος
steadfast

ShortDef

steadfast

Debugging

Headword:
διαμόνιμος
Headword (normalized):
διαμόνιμος
Headword (normalized/stripped):
διαμονιμος
IDX:
21498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21499
Key:

Data

{'content': 'steadfast'}