Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
View word page
διαμοιράω
to divide, rend asunder

ShortDef

to divide, rend asunder

Debugging

Headword:
διαμοιράω
Headword (normalized):
διαμοιράω
Headword (normalized/stripped):
διαμοιραω
IDX:
21495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21496
Key:

Data

{'content': 'to divide, rend asunder'}