Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
View word page
διαμοιράομαι
portion out

ShortDef

portion out

Debugging

Headword:
διαμοιράομαι
Headword (normalized):
διαμοιράομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμοιραομαι
IDX:
21493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21494
Key:

Data

{'content': 'portion out'}