Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
View word page
διαμοιράζω
divide into equal portions, cut up

ShortDef

divide into equal portions, cut up

Debugging

Headword:
διαμοιράζω
Headword (normalized):
διαμοιράζω
Headword (normalized/stripped):
διαμοιραζω
IDX:
21492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21493
Key:

Data

{'content': 'divide into equal portions, cut up'}