Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
View word page
διαμνημονεύω
to call to mind, remember

ShortDef

to call to mind, remember

Debugging

Headword:
διαμνημονεύω
Headword (normalized):
διαμνημονεύω
Headword (normalized/stripped):
διαμνημονευω
IDX:
21490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21491
Key:

Data

{'content': 'to call to mind, remember'}