Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἱμορροΐς
αἱμόρροος
αἱμόρρυτος
αἱμορυγχιάω
Αἷμος
αἱμόστασις
αἱμοφανής
αἱμοφόβος
αἱμοφόρυκτος
αἱμοχροώδης
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμυλοπλόκος
αἱμύλος
αἱμυλόφρων
αἱμωδέω
αἱμώδης
αἱμωδία
αἱμωδιάω
Αἵμων
αἵμων
View word page
αἱμυλία
winning, wily ways
ShortDef
winning, wily ways
Debugging
Headword:
αἱμυλία
Headword (normalized):
αἱμυλία
Headword (normalized/stripped):
αιμυλια
IDX:
2148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2149
Key:
Data
{'content': 'winning, wily ways'}