Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
View word page
διαμματίζω
knot

ShortDef

knot

Debugging

Headword:
διαμματίζω
Headword (normalized):
διαμματίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμματιζω
IDX:
21486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21487
Key:

Data

{'content': 'knot'}