Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμοιράω
View word page
διάμιτρος
veiled with a μίτρα

ShortDef

veiled with a μίτρα

Debugging

Headword:
διάμιτρος
Headword (normalized):
διάμιτρος
Headword (normalized/stripped):
διαμιτρος
IDX:
21485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21486
Key:

Data

{'content': 'veiled with a μίτρα'}