Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
View word page
διαμιστύλλω
to cut up piecemeal

ShortDef

to cut up piecemeal

Debugging

Headword:
διαμιστύλλω
Headword (normalized):
διαμιστύλλω
Headword (normalized/stripped):
διαμιστυλλω
IDX:
21484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21485
Key:

Data

{'content': 'to cut up piecemeal'}