Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διαμοιράζω
View word page
διαμίσθωσις
farming out
ShortDef
farming out
Debugging
Headword:
διαμίσθωσις
Headword (normalized):
διαμίσθωσις
Headword (normalized/stripped):
διαμισθωσις
IDX:
21482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21483
Key:
Data
{'content': 'farming out'}