Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
View word page
διαμισθόω
farm out

ShortDef

farm out

Debugging

Headword:
διαμισθόω
Headword (normalized):
διαμισθόω
Headword (normalized/stripped):
διαμισθοω
IDX:
21481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21482
Key:

Data

{'content': 'farm out'}