Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
View word page
διαμισέω
to hate bitterly

ShortDef

to hate bitterly

Debugging

Headword:
διαμισέω
Headword (normalized):
διαμισέω
Headword (normalized/stripped):
διαμισεω
IDX:
21480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21481
Key:

Data

{'content': 'to hate bitterly'}