Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
View word page
διαμιμνῄσκομαι
keep in memory

ShortDef

keep in memory

Debugging

Headword:
διαμιμνῄσκομαι
Headword (normalized):
διαμιμνῄσκομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμιμνησκομαι
IDX:
21478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21479
Key:

Data

{'content': 'keep in memory'}