Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρύω
διαμηχανάομαι
διαμηχανητέον
διαμίγνυμι
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμινύρομαι
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
View word page
διαμιλλάομαι
to contend hotly, strive earnestly

ShortDef

to contend hotly, strive earnestly

Debugging

Headword:
διαμιλλάομαι
Headword (normalized):
διαμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμιλλαομαι
IDX:
21476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21477
Key:

Data

{'content': 'to contend hotly, strive earnestly'}